- τολουόλιο ή μεθυλοβενζόλιο
- Αρωματικός υδρογονάνθρακας του τύπου C6H5–CH3· μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το βενζόλιο, αν αντικατασταθεί ένα άτομο υδρογόνου από μία μεθυλική ομάδα. Στη φύση βρίσκεται σε μερικά πετρέλαια, στα προϊόντα απόσταξης διαφόρων ρητινών ή βαλσάμων (βάλσαμο του Τολού) και κυρίως στην πισσάσφαλτο του ορυκτού άνθρακα, από την οποία γίνεται η βιομηχανική εξαγωγή του. Είναι γνωστές πολλές εργαστηριακές συνθέσεις του, όπως η αντίδραση Φριντέλ - Κραφτς. Το τ. είναι υγρό άχρωμο, με όχι δυσάρεστη οσμή, βράζει στους 110,6°C, έχει ειδικό βάρος 0,867, διαλύεται στους οργανικούς διαλύτες και ελάχιστα στο νερό. Χρησιμοποιείται ως αντιεκρηκτικό, ως διαλύτης για πολλά ελαστικά κόμμεα και λάκες, στην παρασκευή της τριτόλης (2, 4, 6,-τρινιτροτολουένιο), του βενζοϊκού οξέος και της βενζαλδεΰδης.
Dictionary of Greek. 2013.